One of Their Gods
by C.P. Cavafy
When one of them moved through the marketplace of Selefkia
just as it was getting dark—
moved like a young man, tall, extremely handsome,
with the joy of being immortal in his eyes,
with his black and perfumed hair—
the people going by would gaze at him,
and one would ask the other if he knew him,
if he was a Greek from Syria, or a stranger.
But some who looked more carefully
would understand and step aside;
and as he disappeared under the arcades,
among the shadows and the evening lights,
going toward the quarter that lives
only at night, with orgies and debauchery,
with every kind of intoxication and desire,
they would wonder which of Them it could be,
and for what suspicious pleasure
he had come down into the streets of Selefkia
from the August Celestial Mansions.
just as it was getting dark—
moved like a young man, tall, extremely handsome,
with the joy of being immortal in his eyes,
with his black and perfumed hair—
the people going by would gaze at him,
and one would ask the other if he knew him,
if he was a Greek from Syria, or a stranger.
But some who looked more carefully
would understand and step aside;
and as he disappeared under the arcades,
among the shadows and the evening lights,
going toward the quarter that lives
only at night, with orgies and debauchery,
with every kind of intoxication and desire,
they would wonder which of Them it could be,
and for what suspicious pleasure
he had come down into the streets of Selefkia
from the August Celestial Mansions.
Translated by Edmund Keeley/Philip Sherrard
(C.P. Cavafy, Collected Poems. Translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Edited by George Savidis. Revised Edition. Princeton University Press, 1992)
Ένας Θεός των
Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας
την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει,
σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,
με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,
με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,
οι διαβάται τον εκύτταζαν
κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,
κι αν ήταν Έλλην της Συρίας, ή ξένος. Aλλά μερικοί,
που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν,
εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·
κ’ ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές,
μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδυάς,
πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα
μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,
και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,
ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Aυτών,
και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του
στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν
απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.
If you’d like to read more poems by C. P. Cavafy, please go to this page I created.
την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει,
σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,
με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,
με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,
οι διαβάται τον εκύτταζαν
κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,
κι αν ήταν Έλλην της Συρίας, ή ξένος. Aλλά μερικοί,
που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν,
εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·
κ’ ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές,
μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδυάς,
πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα
μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,
και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,
ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Aυτών,
και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του
στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν
απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.
If you’d like to read more poems by C. P. Cavafy, please go to this page I created.
Comments